Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
μορίᾱ
μόριμος
μόριον
Μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
μορμῡ́ρω
μορμύσσομαι
Mορμώ
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορυχώτερον
μορφᾱ̄́εις
μορφάζω
View word page
μορμορ-ωπός
μορμορ-ωπόςόνadjὤψ fig., of wordsbogey-faced, scaryAr.

ShortDef

hideous to behold

Debugging

Headword:
μορμορωπός
Headword (normalized):
μορμορωπός
Headword (normalized/stripped):
μορμορωπος
IDX:
26536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26537
Key:
μορμορωπός

Data

{'headword_display': '<b>μορμορ-ωπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μορμορ-ωπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of words</Indic><Tr>bogey-faced, scary</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μορμορωπός'}