Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
μορίᾱ
μόριμος
μόριον
Μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
μορμῡ́ρω
μορμύσσομαι
Mορμώ
μορόεις
μόρος
View word page
μόριμος
μόριμοςadjseeμόρσιμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόριμος
Headword (normalized):
μόριμος
Headword (normalized/stripped):
μοριμος
IDX:
26531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26532
Key:
μόριμος

Data

{'headword_display': '<b>μόριμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μόριμος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>μόρσιμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μόριμος'}