Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
μορίᾱ
μόριμος
μόριον
Μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
μορμῡ́ρω
μορμύσσομαι
View word page
μον-ώψ
μον-ώψ
Ion.μουνώψ
ῶποςmasc.fem.adj
one-eyedA. E.Cyc. Call.

ShortDef

one-eyed

Debugging

Headword:
μονώψ
Headword (normalized):
μονώψ
Headword (normalized/stripped):
μονωψ
IDX:
26528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26529
Key:
μονώψ

Data

{'headword_display': '<b>μον-ώψ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μον-ώψ</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>μουνώψ</FmHL></DL><Infl>ῶπος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Tr>one-eyed</Tr><Au>A. E.<Wk>Cyc.</Wk> Call.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'μονώψ'}