Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
μορίᾱ
μόριμος
μόριον
Μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
μορμῡ́ρω
View word page
μονωτικός
μονωτικόςή όνadjof the behaviour of a cityisolationistArist.dub.

ShortDef

left alone, solitary

Debugging

Headword:
μονωτικός
Headword (normalized):
μονωτικός
Headword (normalized/stripped):
μονωτικος
IDX:
26527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26528
Key:
μονωτικός

Data

{'headword_display': '<b>μονωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the behaviour of a city</Indic><Tr>isolationist</Tr><Au>Arist.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μονωτικός'}