Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
μορίᾱ
μόριμος
μόριον
Μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
View word page
μονώτης
μονώτηςουmasc.adjof a man, a lifeof a solitary kindsolitaryArist.

ShortDef

solitary

Debugging

Headword:
μονώτης
Headword (normalized):
μονώτης
Headword (normalized/stripped):
μονωτης
IDX:
26526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26527
Key:
μονώτης

Data

{'headword_display': '<b>μονώτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS></HG><aS1><Indic>of a man, a life</Indic><Def>of a solitary kind</Def><Tr>solitary</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονώτης'}