Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
μορίᾱ
μόριμος
μόριον
Μόριος
μορμολυκεῖον
View word page
μόνως
μόνωςadvsee underμόνος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόνως
Headword (normalized):
μόνως
Headword (normalized/stripped):
μονως
IDX:
26524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26525
Key:
μόνως

Data

{'headword_display': '<b>μόνως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μόνως</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>μόνος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μόνως'}