Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
μορίᾱ
μόριμος
μόριον
View word page
μονῳδέω
μονῳδέωcontr.vbἀοιδή sing a solofr. a tragic dramaAr.

ShortDef

to sing a monody

Debugging

Headword:
μονῳδέω
Headword (normalized):
μονῳδέω
Headword (normalized/stripped):
μονωδεω
IDX:
26522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26523
Key:
μονῳδέω

Data

{'headword_display': '<b>μονῳδέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μονῳδέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀοιδή</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>sing a solo<Expl>fr. a tragic drama</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μονῳδέω'}