Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
μόρᾱ
View word page
μονο-χίτων
μονο-χίτωνωνοςmasc.fem.adjχιτών wearing only a tunici.e. without an overgarmentArist. Plb. Plu.

ShortDef

wearing only the tunic

Debugging

Headword:
μονοχίτων
Headword (normalized):
μονοχίτων
Headword (normalized/stripped):
μονοχιτων
IDX:
26519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26520
Key:
μονοχίτων

Data

{'headword_display': '<b>μονο-χίτων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονο-χίτων</HL><Infl>ωνος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>χιτών</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>wearing only a tunic<Expl>i.e. without an overgarment</Expl></Tr><Au>Arist. Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονοχίτων'}