Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μονώψ
View word page
μονό-χᾱλος
μονό-χᾱλοςονdial.adjχηλή of horses' ankleswith a single hoofsolid-hoofedE.seeμῶνυξ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονόχᾱλος
Headword (normalized):
μονόχᾱλος
Headword (normalized/stripped):
μονοχαλος
IDX:
26518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26519
Key:
μονόχᾱλος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-χᾱλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>μονό-χᾱλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>χηλή</Ref></Ety></HG> <aS1> <Indic>of horses' ankles</Indic><Def>with a single hoof</Def><Tr>solid-hoofed</Tr><Au>E.</Au><XR>see<Ref>μῶνυξ</Ref></XR></aS1></AE>", 'key': 'μονόχᾱλος'}