Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
View word page
μονό-φρων
μονό-φρωνονοςmasc.fem.adjφρήν alone in one's thinkingof independent mindA.

ShortDef

single in one's opinion

Debugging

Headword:
μονόφρων
Headword (normalized):
μονόφρων
Headword (normalized/stripped):
μονοφρων
IDX:
26517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26518
Key:
μονόφρων

Data

{'headword_display': '<b>μονό-φρων</b>', 'content': "<AE><HG><HL>μονό-φρων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>alone in one's thinking</Def><Tr>of independent mind</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'μονόφρων'}