Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
μόνως
μόνωσις
μονώτης
View word page
μονό-φρουρος
μονό-φρουροςονadjφρουρός of the bulwark of a land, ref. either to a group of elders or to a queenkeeping sole guardin the ruler's absenceA.

ShortDef

watching alone, sole guardian

Debugging

Headword:
μονόφρουρος
Headword (normalized):
μονόφρουρος
Headword (normalized/stripped):
μονοφρουρος
IDX:
26516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26517
Key:
μονόφρουρος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-φρουρος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>μονό-φρουρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φρουρός</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of the bulwark of a land, ref. either to a group of elders or to a queen</Indic><Tr>keeping sole guard<Expl>in the ruler's absence</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>", 'key': 'μονόφρουρος'}