Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδίᾱ
View word page
μονοτροφίᾱ
μονοτροφίᾱᾱςfτρέφω individual rearingof animals, opp. communally in herdsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοτροφίᾱ
Headword (normalized):
μονοτροφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μονοτροφια
IDX:
26513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26514
Key:
μονοτροφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μονοτροφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μονοτροφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>individual rearing<Expl>of animals, opp. communally in herds</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μονοτροφίᾱ'}