Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
View word page
μονο-τράπεζος
μονο-τράπεζοςονadjτράπεζα of hospitalityat a separate tablefr. one's hostsE.

ShortDef

at a solitary table

Debugging

Headword:
μονοτράπεζος
Headword (normalized):
μονοτράπεζος
Headword (normalized/stripped):
μονοτραπεζος
IDX:
26511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26512
Key:
μονοτράπεζος

Data

{'headword_display': '<b>μονο-τράπεζος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>μονο-τράπεζος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τράπεζα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hospitality</Indic><Tr>at a separate table<Expl>fr. one's hosts</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'μονοτράπεζος'}