Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
μονόψηφος
View word page
μονό-τεκνος
μονό-τεκνοςονadjτέκνον of the murderof one's only childE.

ShortDef

with but one child

Debugging

Headword:
μονότεκνος
Headword (normalized):
μονότεκνος
Headword (normalized/stripped):
μονοτεκνος
IDX:
26510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26511
Key:
μονότεκνος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-τεκνος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>μονό-τεκνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέκνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the murder</Indic><Tr>of one's only child</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'μονότεκνος'}