Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονόχᾱλος
μονοχίτων
View word page
μονό-στολος
μονό-στολοςονadjστέλλω despatched aloneof weaponsfor a solitary missioni.e. for a duelE. of an orphaned childcompanionless, forlornE.

ShortDef

going alone, alone, single

Debugging

Headword:
μονόστολος
Headword (normalized):
μονόστολος
Headword (normalized/stripped):
μονοστολος
IDX:
26509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26510
Key:
μονόστολος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονό-στολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>despatched alone</Def><aS2><Indic>of weapons</Indic><Tr>for a solitary mission<Expl>i.e. for a duel</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1> <aS1><Indic>of an orphaned child</Indic><Tr>companionless, forlorn</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόστολος'}