Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
View word page
μονο-στιβής
μονο-στιβήςέςadjστείβω travelling aloneA.

ShortDef

walking alone

Debugging

Headword:
μονοστιβής
Headword (normalized):
μονοστιβής
Headword (normalized/stripped):
μονοστιβης
IDX:
26507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26508
Key:
μονοστιβής

Data

{'headword_display': '<b>μονο-στιβής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονο-στιβής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στείβω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>travelling alone</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονοστιβής'}