Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονονού(κ)
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
View word page
μονό-σκηπτρος
μονό-σκηπτροςονadjσκῆπτρον of a thronesingle-sceptredof sole sovereigntyA.

ShortDef

wielding the sceptre alone

Debugging

Headword:
μονόσκηπτρος
Headword (normalized):
μονόσκηπτρος
Headword (normalized/stripped):
μονοσκηπτρος
IDX:
26506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26507
Key:
μονόσκηπτρος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-σκηπτρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονό-σκηπτρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκῆπτρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a throne</Indic><Def>single-sceptred</Def><Tr>of sole sovereignty</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόσκηπτρος'}