Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
μονονού(κ)
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφίᾱ
View word page
μονό-ρρυθμος
μονό-ρρυθμοςονadjῥυθμός of dwellingsperh.arranged individuallyseparateA.

ShortDef

of solitary kind

Debugging

Headword:
μονόρρυθμος
Headword (normalized):
μονόρρυθμος
Headword (normalized/stripped):
μονορρυθμος
IDX:
26503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26504
Key:
μονόρρυθμος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-ρρυθμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονό-ρρυθμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥυθμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of dwellings</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Def>arranged individually</Def><Tr>separate</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόρρυθμος'}