Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
μονονού(κ)
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
μονόστολος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
View word page
μονοπωλίᾱ
μονοπωλίᾱᾱςfπωλέω exclusive right of salemonopolyArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοπωλίᾱ
Headword (normalized):
μονοπωλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μονοπωλια
IDX:
26501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26502
Key:
μονοπωλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μονοπωλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μονοπωλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>exclusive right of sale</Def><Tr>monopoly</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μονοπωλίᾱ'}