Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
μονονού(κ)
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
μονοσῑτέω
μονόσκηπτρος
μονοστιβής
μονόστιχον
View word page
μονό-παις
μονό-παιςπαιδοςmasc.fem.adjπαῖς1 of a sonwho is an only childE.

ShortDef

an only child

Debugging

Headword:
μονόπαις
Headword (normalized):
μονόπαις
Headword (normalized/stripped):
μονοπαις
IDX:
26498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26499
Key:
μονόπαις

Data

{'headword_display': '<b>μονό-παις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονό-παις</HL><Infl>παιδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>παῖς<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a son</Indic><Tr>who is an only child</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόπαις'}