Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
μονονού(κ)
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
μόνος
View word page
μονομαχικός
μονομαχικόςή όνadjof a fighting spiritof the kind found in single combatPlb.

ShortDef

of or in single combat

Debugging

Headword:
μονομαχικός
Headword (normalized):
μονομαχικός
Headword (normalized/stripped):
μονομαχικος
IDX:
26494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26495
Key:
μονομαχικός

Data

{'headword_display': '<b>μονομαχικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονομαχικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a fighting spirit</Indic><Tr>of the kind found in single combat</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονομαχικός'}