Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
μονονού(κ)
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
μονόπωλος
μονόρρυθμος
View word page
μονομαχίᾱ
μονομαχίᾱᾱς
Ion.μουνομαχίηης
f
single combat, duelHdt. Plu. pl.in Roman ctxt.gladiatorial showPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονομαχίᾱ
Headword (normalized):
μονομαχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μονομαχια
IDX:
26493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26494
Key:
μονομαχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μονομαχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μονομαχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>μουνομαχίη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>single combat, duel</Tr><Au>Hdt. Plu.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Indic>in Roman ctxt.</Indic><Def>gladiatorial show</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'μονομαχίᾱ'}