Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
μονονού(κ)
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπεπλος
μονοπρᾱγματέω
μονοπωλίᾱ
View word page
μονο-μᾱ́τωρ
μονο-μᾱ́τωροροςdial.masc.fem.adjμήτηρ of the lamentationsof a bereft motherref. to the nightingaleE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονομᾱ́τωρ
Headword (normalized):
μονομᾱ́τωρ
Headword (normalized/stripped):
μονοματωρ
IDX:
26491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26492
Key:
μονομᾱ́τωρ

Data

{'headword_display': '<b>μονο-μᾱ́τωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονο-μᾱ́τωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>dial.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>μήτηρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the lamentations</Indic><Tr>of a bereft mother<Expl>ref. to the nightingale</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονομᾱ́τωρ'}