Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
μονονού(κ)
View word page
μονο-κρήπῑς
μονο-κρήπῑςῑδοςmasc.fem.adjκρηπῑ́ς of a manwith a single sandalPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοκρήπῑς
Headword (normalized):
μονοκρήπῑς
Headword (normalized/stripped):
μονοκρηπις
IDX:
26486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26487
Key:
μονοκρήπῑς

Data

{'headword_display': '<b>μονο-κρήπῑς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονο-κρήπῑς</HL><Infl>ῑδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>κρηπῑ́ς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>with a single sandal</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονοκρήπῑς'}