Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
μονομάχος
View word page
μονοκοιτέω
μονοκοιτέωcontr.vbκοίτη of women, whose husbands are at warsleep aloneAr.

ShortDef

sleep alone

Debugging

Headword:
μονοκοιτέω
Headword (normalized):
μονοκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
μονοκοιτεω
IDX:
26485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26486
Key:
μονοκοιτέω

Data

{'headword_display': '<b>μονοκοιτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μονοκοιτέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of women, whose husbands are at war</Indic><Tr>sleep alone</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μονοκοιτέω'}