Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
μονομαχίᾱ
μονομαχικός
View word page
μονό-κλαυτος
μονό-κλαυτοςονadjκλαυτός of a lamentwailed by a solitary mournerA.

ShortDef

by one only

Debugging

Headword:
μονόκλαυτος
Headword (normalized):
μονόκλαυτος
Headword (normalized/stripped):
μονοκλαυτος
IDX:
26484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26485
Key:
μονόκλαυτος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-κλαυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονό-κλαυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κλαυτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lament</Indic><Tr>wailed by a solitary mourner</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόκλαυτος'}