Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
μονομαχέω
View word page
μον-οίκητος
μον-οίκητοςονadjοἰκητός of a regionwith solitary dwellingsE.fr.or perh. dwelling alone, isolated

ShortDef

dwelling alone, solitary

Debugging

Headword:
μονοίκητος
Headword (normalized):
μονοίκητος
Headword (normalized/stripped):
μονοικητος
IDX:
26482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26483
Key:
μονοίκητος

Data

{'headword_display': '<b>μον-οίκητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μον-οίκητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>οἰκητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Tr>with solitary dwellings</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au><Extra>or perh. <ital>dwelling alone, isolated</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'μονοίκητος'}