Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονόλυκος
μονομᾱ́τωρ
View word page
μονό-ζυξ
μονό-ζυξζυγοςmasc.fem.adjζεύγνῡμι of a wife, in the absence of her husbandyoked aloneunpartneredA.

ShortDef

yoked alone

Debugging

Headword:
μονόζυξ
Headword (normalized):
μονόζυξ
Headword (normalized/stripped):
μονοζυξ
IDX:
26481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26482
Key:
μονόζυξ

Data

{'headword_display': '<b>μονό-ζυξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονό-ζυξ</HL><Infl>ζυγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ζεύγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wife, in the absence of her husband</Indic><Def>yoked alone</Def><Tr>unpartnered</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόζυξ'}