Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
View word page
μονό-δροπος
μονό-δροποςονadjδρέπω of timber for a statuehewn as a single wholePi.

ShortDef

plucked from one stem, cut from one block

Debugging

Headword:
μονόδροπος
Headword (normalized):
μονόδροπος
Headword (normalized/stripped):
μονοδροπος
IDX:
26479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26480
Key:
μονόδροπος

Data

{'headword_display': '<b>μονό-δροπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονό-δροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of timber for a statue</Indic><Tr>hewn as a single whole</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόδροπος'}