Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
μονόκωλος
View word page
μον-όδους
μον-όδουςοντοςmasc.fem.adjὀδούς of the Graiaipossessing only one toothbetw. themsingle-toothedA.

ShortDef

one-toothed

Debugging

Headword:
μονόδους
Headword (normalized):
μονόδους
Headword (normalized/stripped):
μονοδους
IDX:
26478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26479
Key:
μονόδους

Data

{'headword_display': '<b>μον-όδους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μον-όδους</HL><Infl>οντος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ὀδούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Graiai</Indic><Def>possessing only one tooth<Expl>betw. them</Expl></Def><Tr>single-toothed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονόδους'}