Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
μονοκρήπῑς
μονόκροτος
View word page
μονο-δέρκτᾱς
μονο-δέρκτᾱςdial.masc.adjδέρκομαι of the Cyclopssingle-eyedE.Cyc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοδέρκτᾱς
Headword (normalized):
μονοδέρκτᾱς
Headword (normalized/stripped):
μονοδερκτας
IDX:
26477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26478
Key:
μονοδέρκτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>μονο-δέρκτᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονο-δέρκτᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>δέρκομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Cyclops</Indic><Tr>single-eyed</Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μονοδέρκτᾱς'}