Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονοκοιτέω
View word page
μονο-βᾱ́μων
μονο-βᾱ́μωνονgen.ονοςdial.adjβῆμαβαίνω of horsestreading singlyi.e. for riding, opp. member of a chariot teamE.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοβᾱ́μων
Headword (normalized):
μονοβᾱ́μων
Headword (normalized/stripped):
μονοβαμων
IDX:
26475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26476
Key:
μονοβᾱ́μων

Data

{'headword_display': '<b>μονο-βᾱ́μων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονο-βᾱ́μων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>βῆμα</Ref><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Tr>treading singly<Expl>i.e. for riding, opp. member of a chariot team</Expl></Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μονοβᾱ́μων'}