Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
μονόκλαυτος
View word page
μόν-ιππος
μόν-ιπποςουmἵππος single horsefor riding, opp. member of a chariot teamriding horsePl. X.

ShortDef

one who uses a single horse, a horseman, rider

Debugging

Headword:
μόνιππος
Headword (normalized):
μόνιππος
Headword (normalized/stripped):
μονιππος
IDX:
26474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26475
Key:
μόνιππος

Data

{'headword_display': '<b>μόν-ιππος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μόν-ιππος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἵππος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>single horse<Expl>for riding, opp. member of a chariot team</Expl></Def><Tr>riding horse</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μόνιππος'}