Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοίκητος
μονόκερως
View word page
μονιός
μονιόςᾱ́ όνadjμόνος of a wild animalalone, solitaryCall.

ShortDef

solitary

Debugging

Headword:
μονιός
Headword (normalized):
μονιός
Headword (normalized/stripped):
μονιος
IDX:
26473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26474
Key:
μονιός

Data

{'headword_display': '<b>μονιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μονιός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wild animal</Indic><Tr>alone, solitary</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μονιός'}