Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
View word page
μονίη
μονίηηςIon.fμόνος solitudeEmp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονίη
Headword (normalized):
μονίη
Headword (normalized/stripped):
μονιη
IDX:
26471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26472
Key:
μονίη

Data

{'headword_display': '<b>μονίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μονίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>μόνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>solitude</Tr><Au>Emp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μονίη'}