Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀᾱγής
ἄαπτος
ἀάσχετος
ἄαται
ἀάτη
ἄατος
ἀάω
ᾱ̔́βᾱ
ἀβακέω
ἀβακής
ἀβακίζομαι
ἀβάκιον
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
Ἄβαντες
ἄβαξ
ἀβάπτιστος
ἀβαρής
Ἄβας
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
View word page
ἀβακίζομαι
ἀβακίζομαιmid.vb perh.cause no disturbancebe quietAnacr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβακίζομαι
Headword (normalized):
ἀβακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αβακιζομαι
IDX:
2646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2647
Key:
ἀβακίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀβακίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀβακίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Qualif>perh.</Qualif><Def>cause no disturbance</Def><Tr>be quiet</Tr><Au>Anacr.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀβακίζομαι'}