Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
μονόδους
View word page
μοναυλικός
μοναυλικόςή όνadjof a creatureliving alone, solitaryArist.cj.

ShortDef

solitary

Debugging

Headword:
μοναυλικός
Headword (normalized):
μοναυλικός
Headword (normalized/stripped):
μοναυλικος
IDX:
26468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26469
Key:
μοναυλικός

Data

{'headword_display': '<b>μοναυλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοναυλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a creature</Indic><Tr>living alone, solitary</Tr><Au>Arist.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μοναυλικός'}