Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
μονοδέρκτᾱς
View word page
μοναυλίᾱ
μοναυλίᾱᾱςfαὐλή state of being housed aloneliving alonewithout a wifePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοναυλίᾱ
Headword (normalized):
μοναυλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μοναυλια
IDX:
26467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26468
Key:
μοναυλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μοναυλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μοναυλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>αὐλή</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>state of being housed alone</Def><Tr>living alone<Expl>without a wife</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μοναυλίᾱ'}