Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μολῡ́νω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
μονή
μονίη
μόνιμος
μονιός
μόνιππος
μονοβᾱ́μων
μονογενής
View word page
μοναυλέω
μοναυλέωcontr.vbμόναυλος single aulos play a single aulosPlu.

ShortDef

to play a solo on the aulos

Debugging

Headword:
μοναυλέω
Headword (normalized):
μοναυλέω
Headword (normalized/stripped):
μοναυλεω
IDX:
26466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26467
Key:
μοναυλέω

Data

{'headword_display': '<b>μοναυλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μοναυλέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Gr>μόναυλος</Gr> <ital>single aulos</ital></Ety></vHG> <vS1><Tr>play a single aulos</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μοναυλέω'}