Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
μολυβδοχοέω
μολυβρός
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
μολῡ́νω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
μοναυλικός
μοναχός
View word page
μοναμπυκίᾱ
μοναμπυκίᾱᾱςfμονάμπυξ single racehorsePi.or perh. racing with single horses

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοναμπυκίᾱ
Headword (normalized):
μοναμπυκίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μοναμπυκια
IDX:
26459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26460
Key:
μοναμπυκίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μοναμπυκίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μοναμπυκίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μονάμπυξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>single racehorse</Tr><Au>Pi.</Au><Extra>or perh. <ital>racing with single horses</ital></Extra></nS1></NE>', 'key': 'μοναμπυκίᾱ'}