Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μολπηδόν
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
μολυβδοχοέω
μολυβρός
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
μολῡ́νω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλίᾱ
View word page
μομφή
μομφήῆς
dial.μομφᾱ́ᾶς
fμέμφομαι
blame, complaintcriticismPi. Trag. Ar.

ShortDef

blame, censure

Debugging

Headword:
μομφή
Headword (normalized):
μομφή
Headword (normalized/stripped):
μομφη
IDX:
26457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26458
Key:
μομφή

Data

{'headword_display': '<b>μομφή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μομφή</HL><Infl>ῆς</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>μομφᾱ́</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾶς</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety><Ref>μέμφομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>blame, complaint<or/>criticism</Tr><Au>Pi. Trag. Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μομφή'}