Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μολπάζω
μολπή
μολπηδόν
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
μολυβδοχοέω
μολυβρός
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
μολῡ́νω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
View word page
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
μολῡνοπρᾱγμονέομαιpass.contr.vbμολῡ́νωπρᾶγμα be mired in dirty businessAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
Headword (normalized):
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
Headword (normalized/stripped):
μολυνοπραγμονεομαι
IDX:
26455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26456
Key:
μολῡνοπρᾱγμονέομαι

Data

{'headword_display': '<b>μολῡνοπρᾱγμονέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μολῡνοπρᾱγμονέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>μολῡ́νω</Ref><Ref>πρᾶγμα</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be mired in dirty business</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μολῡνοπρᾱγμονέομαι'}