Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μολοῦμαι
μολπάζω
μολπή
μολπηδόν
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
μολυβδοχοέω
μολυβρός
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
μολῡ́νω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
μοναρχικός
μόναρχος
View word page
μολυβρός
μολυβρόςᾱ́ όνadj of a coinlead-colouredThphr.cj.

ShortDef

lead-coloured

Debugging

Headword:
μολυβρός
Headword (normalized):
μολυβρός
Headword (normalized/stripped):
μολυβρος
IDX:
26454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26455
Key:
μολυβρός

Data

{'headword_display': '<b>μολυβρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μολυβρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a coin</Indic><Tr>lead-coloured</Tr><Au>Thphr.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μολυβρός'}