Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μόλον
Μολοσσοί
μολοῦμαι
μολπάζω
μολπή
μολπηδόν
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
μολυβδοχοέω
μολυβρός
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
μολῡ́νω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχίᾱ
View word page
μολυβδοῦς
μολυβδοῦςalso writtenμολιβδοῦςῆ οῦνadjof weightsleadenPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολυβδοῦς
Headword (normalized):
μολυβδοῦς
Headword (normalized/stripped):
μολυβδους
IDX:
26452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26453
Key:
μολυβδοῦς

Data

{'headword_display': '<b>μολυβδοῦς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μολυβδοῦς<VL><Lbl>also written</Lbl><FmHL>μολιβδοῦς</FmHL></VL></HL><Infl>ῆ οῦν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of weights</Indic><Tr>leaden</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μολυβδοῦς'}