Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
μόλον
Μολοσσοί
μολοῦμαι
μολπάζω
μολπή
μολπηδόν
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
μολυβδοχοέω
μολυβρός
μολῡνοπρᾱγμονέομαι
μολῡ́νω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκίᾱ
View word page
μολύβδινος
μολύβδινοςalso writtenμολίβδινοςη ονadjof objectsmade of leadleadenArist. Plb.

ShortDef

leaden, of lead

Debugging

Headword:
μολύβδινος
Headword (normalized):
μολύβδινος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδινος
IDX:
26449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26450
Key:
μολύβδινος

Data

{'headword_display': '<b>μολύβδινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μολύβδινος<VL><Lbl>also written</Lbl><FmHL>μολίβδινος</FmHL></VL></HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of objects</Indic><Def>made of lead</Def><Tr>leaden</Tr><Au>Arist. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μολύβδινος'}