Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
μόλον
Μολοσσοί
μολοῦμαι
μολπάζω
μολπή
μολπηδόν
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
μολυβδοχοέω
μολυβρός
View word page
μολοῦμαι
μολοῦμαιfut.mid.seeβλώσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολοῦμαι
Headword (normalized):
μολοῦμαι
Headword (normalized/stripped):
μολουμαι
IDX:
26444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26445
Key:
μολοῦμαι

Data

{'headword_display': '<b>μολοῦμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>μολοῦμαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βλώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μολοῦμαι'}