Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
μόλον
Μολοσσοί
μολοῦμαι
μολπάζω
μολπή
μολπηδόν
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυβδοῦς
View word page
μόλον
μόλονep.aor.2seeβλώσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόλον
Headword (normalized):
μόλον
Headword (normalized/stripped):
μολον
IDX:
26442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26443
Key:
μόλον

Data

{'headword_display': '<b>μόλον</b>', 'content': '<XE><RefFm>μόλον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βλώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μόλον'}