Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
μόλον
Μολοσσοί
μολοῦμαι
μολπάζω
μολπή
μολπηδόν
View word page
μολίβδινος
μολίβδινοςadjμολιβδοῦςadjseeμολύβδινοςμολυβδοῦς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολίβδινος
Headword (normalized):
μολίβδινος
Headword (normalized/stripped):
μολιβδινος
IDX:
26437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26438
Key:
μολίβδινος

Data

{'headword_display': '<b>μολίβδινος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μολίβδινος</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>μολιβδοῦς</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>μολύβδινος</Ref><Ref>μολυβδοῦς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μολίβδινος'}