Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
μόλον
Μολοσσοί
μολοῦμαι
μολπάζω
View word page
μολεῖν
μολεῖνaor.2 inf.seeβλώσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μολεῖν
Headword (normalized):
μολεῖν
Headword (normalized/stripped):
μολειν
IDX:
26435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26436
Key:
μολεῖν

Data

{'headword_display': '<b>μολεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>μολεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βλώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μολεῖν'}