Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
μόλον
Μολοσσοί
μολοῦμαι
View word page
μολγός
μολγόςοῦdial.m leather flaskAr.

ShortDef

winebag

Debugging

Headword:
μολγός
Headword (normalized):
μολγός
Headword (normalized/stripped):
μολγος
IDX:
26434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26435
Key:
μολγός

Data

{'headword_display': '<b>μολγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μολγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>dial.m</PS></HG> <nS1><Tr>leather flask</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μολγός'}